„εκμεταλλευτής“: αρσενικό εκμεταλλευτής [ekmetalefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausbeuter Ausbeuterαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκμεταλλευτής εκμεταλλευτής