εκλογή
[ekloˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεκλογήεκλογή
- Auswahlθηλυκό | Femininum, weiblich fεκλογή επιλογήεκλογή επιλογή
exemples
- εκλογές πολιτική | Politikπολιτ(politische) Wahlenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- εκλογή δι’ αλληλογραφίαςBriefwahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκλογή επαγγέλματοςBerufswahlθηλυκό | Femininum, weiblich f