„εκλογέας“: αρσενικό και θηλυκό εκλογέας [ekloˈjeas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-είς> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wähler Wählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εκλογέας εκλογέας