εκκινώ
[ekjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- initialisieren, startenεκκινώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεκκινώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ