εκκεντρικός
[ekjendriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εκκεντρική, εκκεντρικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- exzentrisch, verschrobenεκκεντρικόςεκκεντρικός
εκκεντρικός
[ekjendriˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Exzentrikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεκκεντρικόςεκκεντρικός