εκθέτω
[ekˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ausstellenεκθέτω σε έκθεσηεκθέτω σε έκθεση
- aussetzenεκθέτω παιδί, στον ήλιο, σε κίνδυνοεκθέτω παιδί, στον ήλιο, σε κίνδυνο
- berichtenεκθέτω αναφέρωεκθέτω αναφέρω
- darlegen, darstellenεκθέτω εξηγώ, δηλώνωεκθέτω εξηγώ, δηλώνω
- exponierenεκθέτω ιατρική | Medizinιατρεκθέτω ιατρική | Medizinιατρ
- bloßstellenεκθέτω εξευτελίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεκθέτω εξευτελίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- aufbahrenεκθέτω νεκρό πρόσωποεκθέτω νεκρό πρόσωπο