„εκδικητής“: αρσενικό εκδικητής [ekðikjiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Rächer Rächerαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκδικητής εκδικητής