εισφορά
[isfoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- εισφορά αλληλεγγύηςSolidaritätszuschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εισφορά ασφάλισης σύνταξηςRentenversicherungsbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εισφορά μέλουςMitgliedsbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m