„εισφέρω“: μεταβατικό ρήμα εισφέρω [iˈsfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) beitragen beitragen (σε zu) εισφέρω εισφέρω