εισροή
[isroˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einfließenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεισροή υγρούεισροή υγρού
- Einströmenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεισροή πλήθουςεισροή πλήθους
exemples
- εισροή κεφαλαίουFinanzspritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f