„εισπλέω“: αμετάβατο ρήμα εισπλέω [isˈpleo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) einlaufen einlaufen εισπλέω πλοίο εισπλέω πλοίο