ειρηνιστικός
[irinistiˈkos], ειρηνιστική, ειρηνιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- pazifistischειρηνιστικόςειρηνιστικός
exemples
- ειρηνιστικό κίνημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nFriedensbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f