„ειρηνικός“ ειρηνικός [iriniˈkos], ειρηνική, ειρηνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) friedlich friedlich ειρηνικός ειρηνικός exemples Ειρηνικός Ωκεανόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Südseeθηλυκό | Femininum, weiblich f Ειρηνικός Ωκεανόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m