εγκαθίδρυση
[eŋgaˈθiðrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκαθίδρυση νομικός όρος | Rechtswesenνομεγκαθίδρυση νομικός όρος | Rechtswesenνομ