„εγκέφαλος“: αρσενικό εγκέφαλος [eŋˈgjefalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gehirn Gehirnουδέτερο | Neutrum, sächlich n εγκέφαλος εγκέφαλος