„εγκάρδιος“ εγκάρδιος [eŋˈgarðios], εγκάρδια, εγκάρδιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) herzlich, innig herzlich, innig εγκάρδιος εγκάρδιος exemples εγκάρδια χαιρετίσματα herzliche Grüße εγκάρδια χαιρετίσματα