„είδωλο“: ουδέτερο είδωλο [ˈiðolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Idol, Götze Idolουδέτερο | Neutrum, sächlich n είδωλο Götzeαρσενικό | Maskulinum, männlich m είδωλο είδωλο