δωροθέτης
[ðoroˈθetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, δωροθέτρια [ðoroˈθetria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Sponsorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδωροθέτηςδωροθέτης