„δυστυχία“: θηλυκό δυστυχία [ðistiˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Unglück, Elend, Not Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n δυστυχία κακή τύχη δυστυχία κακή τύχη Elendουδέτερο | Neutrum, sächlich n δυστυχία αθλιότητα δυστυχία αθλιότητα Notθηλυκό | Femininum, weiblich f δυστυχία ανάγκη δυστυχία ανάγκη