δυναμικότητα
[ðinamiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Energieθηλυκό | Femininum, weiblich fδυναμικότητα ενεργητικότηταTatkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fδυναμικότητα ενεργητικότηταδυναμικότητα ενεργητικότητα
- Leistungsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδυναμικότητα αποδοτικότηταδυναμικότητα αποδοτικότητα