„δραματολόγιο“: ουδέτερο δραματολόγιο [ðramatoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Spielplan Spielplanαρσενικό | Maskulinum, männlich m δραματολόγιο δραματολόγιο