διοίκηση
[ðiˈikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verwaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοίκηση διοικητική αρχήAdministrationθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοίκηση διοικητική αρχήδιοίκηση διοικητική αρχή
- Leitungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιοίκηση διεύθυνσηδιοίκηση διεύθυνση
- Oberbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιοίκηση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδιοίκηση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples
- διοίκηση επιχειρήσεωνBetriebswirtschaftslehreθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διοίκηση επιχείρησηςBetriebsleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f