„διηρημένος“ διηρημένος [ðiiriˈmenos], διηρημένη, διηρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) geteilt geteilt διηρημένος διηρημένος