διδάσκω
[ðiˈðasko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- lehren, unterrichtenδιδάσκω μαθαίνω σε κάποιονδιδάσκω μαθαίνω σε κάποιον
- lehrenδιδάσκω θεωρεία, θρησκείαδιδάσκω θεωρεία, θρησκεία
διδάσκω
[ðiˈðasko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- lehren, unterrichtenδιδάσκω ασκώ το επάγγελμα του δασκάλουδιδάσκω ασκώ το επάγγελμα του δασκάλου