διαφαινόμενος
[ðiafeˈnomenos], διαφαινόμενη, διαφαινόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- durchscheinendδιαφαινόμενοςδιαφαινόμενος
Nous vous remercions pour votre commentaire !