διατήρηση
[ðiaˈtirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Aufrecht-)Erhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατήρησηδιατήρηση
- Bewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατήρηση παραδόσεωνδιατήρηση παραδόσεων
- Konservierungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατήρηση τροφίμωνδιατήρηση τροφίμων
exemples
- διατήρηση καθαριότηταςReinhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διατήρηση της ειρήνηςFriedenssicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διατήρηση τροφίμωνFrischhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f