διασφάλιση
[ðiaˈsfalisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gewährleistungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασφάλισηSicherstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασφάλισηδιασφάλιση
exemples
- διασφάλιση ποιότηταςQualitätsgarantieθηλυκό | Femininum, weiblich fQualitätssicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f