„διαστημόπλοιο“: ουδέτερο διαστημόπλοιο [ðiastiˈmoplio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Raumschiff (Welt)Raumschiffουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαστημόπλοιο διαστημόπλοιο