„διασπώμενος“ διασπώμενος [ðiasˈpomenos], διασπώμενη, διασπώμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abbaubar abbaubar διασπώμενος διασπώμενος