διασημότητα
[ðiasiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Berühmtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασημότητα ιδιότητα, κ. άτομοδιασημότητα ιδιότητα, κ. άτομο
- Prominente(r)αρσενικό | Maskulinum, männlich mδιασημότητα άτομοδιασημότητα άτομο