διαπραγμάτευση
[ðiapraɣˈmatefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαπραγμάτευσηδιαπραγμάτευση
exemples
- διαπραγματεύσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl προσχώρησηςπληθυντικός | Plural pl πολιτική | PolitikπολιτBeitrittsverhandlungenπληθυντικός | Plural pl
- διαπραγμάτευση μισθούGehaltsverhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f