„διαπαιδαγωγώ“: μεταβατικό ρήμα διαπαιδαγωγώ [ðiapeðaɣoˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) erziehen erziehen διαπαιδαγωγώ διαπαιδαγωγώ exemples διαπαιδαγωγώ σεξουαλικά aufklären διαπαιδαγωγώ σεξουαλικά