διανυκτερεύω
[ðianikteˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- übernachtenδιανυκτερεύωδιανυκτερεύω
- Nachtdienst habenδιανυκτερεύω φαρμακείοδιανυκτερεύω φαρμακείο