„διαμέτρημα“: ουδέτερο διαμέτρημα [ðiaˈmetrima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Kaliber Kaliberουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαμέτρημα διαμέτρημα