διαλέγω
[ðjaˈleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διαλέγω
- ergreifenδιαλέγω επάγγελμαδιαλέγω επάγγελμα
- heraussuchenδιαλέγω βγάζω μέσα από πολλάδιαλέγω βγάζω μέσα από πολλά