διαιρώ
[ðieˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- teilen (σε in)διαιρώ χωρίζωunterteilenδιαιρώ χωρίζωδιαιρώ χωρίζω
- gliedernδιαιρώ διαρθρώνωδιαιρώ διαρθρώνω
- teilen, dividierenδιαιρώ μαθηματικά | Mathematikμαθδιαιρώ μαθηματικά | Mathematikμαθ