διαθέτω
[ðiaˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verfügen über+αιτιατική | +Akkusativ +akkδιαθέτω έχω στη διάθεσή μουδιαθέτω έχω στη διάθεσή μου
- διαθέτω παραχωρώ
- διαθέτω εμπόρευμα, προϊόν
- bereitstellenδιαθέτω χρήματαδιαθέτω χρήματα
- einsetzenδιαθέτω μέσαδιαθέτω μέσα
exemples