„διαδίκτυο“: ουδέτερο διαδίκτυο [ðiaˈðiktio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Internet Internetουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαδίκτυο διαδίκτυο