διαβιβάζω
[ðiaviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- weiterleiten (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διαβιβάζω αίτηση, υπόθεσηδιαβιβάζω αίτηση, υπόθεση
- ausrichten (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)διαβιβάζω χαιρετισμούς, ευχαριστίεςδιαβιβάζω χαιρετισμούς, ευχαριστίες