διαβεβαιώνω
[ðiaveveˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- versichern (κάποιον ότι jemandem dass)διαβεβαιώνω υπόσχομαι κατηγορηματικάzusichern (κάποιον για κάτι jemandem etwas)διαβεβαιώνω υπόσχομαι κατηγορηματικάδιαβεβαιώνω υπόσχομαι κατηγορηματικά
- bestätigenδιαβεβαιώνω επιβεβαιώνωδιαβεβαιώνω επιβεβαιώνω
- διαβεβαιώνω αγάπη, αθωότητα