διήγημα
[ðiˈijima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erzählungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιήγημα λογοτεχνικόNovelleθηλυκό | Femininum, weiblich fδιήγημα λογοτεχνικόKurzgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fδιήγημα λογοτεχνικόδιήγημα λογοτεχνικό
exemples
- διήγημα σε συνέχειεςFortsetzungsromanαρσενικό | Maskulinum, männlich m