„διέξοδος“: θηλυκό διέξοδος [ðiˈeksoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausweg Auswegαρσενικό | Maskulinum, männlich m διέξοδος διέξοδος