„διάχυτος“ διάχυτος [ðiˈaçitos], διάχυτη, διάχυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) diffus diffus διάχυτος διάχυτος exemples διάχυτη αίσθησηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Untertonαρσενικό | Maskulinum, männlich m διάχυτη αίσθησηθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ