διάταξη
[ðiˈataksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Anordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάταξηδιάταξη
- Verordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάταξη νομικός όρος | RechtswesenνομBestimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάταξη νομικός όρος | RechtswesenνομVorschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάταξη νομικός όρος | Rechtswesenνομδιάταξη νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
-
- διάταξη πορτραίτου ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υHochformatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διάταξη τηλεχειρισμού φωτογραφία | FotografieφωτοFernauslöserαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples