διάρθρωση
[ðiˈarθrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάρθρωση κειμένουδιάρθρωση κειμένου
- Strukturθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάρθρωση κειμένου, οργάνωσηςStrukturierungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάρθρωση κειμένου, οργάνωσηςδιάρθρωση κειμένου, οργάνωσης