„διάβημα“: ουδέτερο διάβημα [ðiˈavima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schritt, Vorgehen Schrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m διάβημα Vorgehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διάβημα διάβημα