„δημότης“: αρσενικό δημότης [ðiˈmotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Einwohner Einwohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m δημότης δημότης