„δημοσιεύω“: μεταβατικό ρήμα δημοσιεύω [ðimosiˈevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) veröffentlichen, publizieren veröffentlichen, publizieren δημοσιεύω δημοσιεύω exemples δημοσιεύω αγγελία annoncieren δημοσιεύω αγγελία