„δημιούργημα“: ουδέτερο δημιούργημα [ðimiˈurjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Werk, Geschöpf Werkουδέτερο | Neutrum, sächlich n δημιούργημα έργο δημιούργημα έργο Geschöpfουδέτερο | Neutrum, sächlich n δημιούργημα πλάσμα δημιούργημα πλάσμα