δευτεροβάθμιος
[ðefteroˈvaθmios], δευτεροβάθμια, δευτεροβάθμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zweiten Gradesδευτεροβάθμιοςδευτεροβάθμιος
- der zweiten Instanzδευτεροβάθμιος νομικός όρος | Rechtswesenνομδευτεροβάθμιος νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
- δευτεροβάθμια εκπαίδευσηθηλυκό | Femininum, weiblich fOberschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης